NAS Exhaustive Concordance Word Origina prim. verb Definition to stay, abide, remain NASB Word Usage abide (16), abides (22), abiding (4), await (1), continue (4), continues (1), endures (3), enduring (1), lasting (2), lives (1), living (1), remain (20), remained (6), remaining (1), remains (8), stand (1), stay (11), stayed (11), staying (3), waiting (1). Forms and Transliterations έμεινα εμειναμεν εμείναμεν ἐμείναμεν εμειναν έμειναν ἔμειναν έμεινε εμεινεν έμεινεν ἔμεινεν έμενε εμενεν ἔμενεν εμενον έμενον ἔμενον μειναι μείναι μεῖναι μείναντες μεινατε μείνατε μεινάτω μεινη μείνη μείνῃ μείνης μεινητε μείνητε Μεινον μείνον μείνόν Μεῖνον μείνωμεν μεινωσιν μείνωσιν μεμενηκεισαν μεμενήκεισαν μενε μένε μενει μενεί μενεῖ μένει μενειν μένειν μενεις μένεις μενειτε μενείτε μενεῖτε μενετε μένετε μενετω μενέτω μενη μένη μένῃ μενητε μένητε μενομεν μένομεν μενον μένον μενοντα μένοντα μενοντος μένοντος μένουντες μενουσαν μένουσαν μένουσι μενουσιν μενούσιν μένουσιν μενω μενώ μενῶ μένω μενων μένων emeinamen emeínamen emeinan émeinan emeinen émeinen emenen émenen emenon émenon meinai meînai meinate meínate meine meinē meínei meínēi meinete meinēte meínete meínēte Meinon Meînon meinosin meinōsin meínosin meínōsin memenekeisan memenēkeisan memenḗkeisan mene menē méne menei meneî ménei ménēi menein ménein meneis méneis meneite meneîte menete menēte ménete ménēte meneto menetō menéto menétō meno menô menō menō̂ méno ménō menomen ménomen menon menōn ménon ménōn menonta ménonta menontos ménontos menousan ménousan menousin ménousinLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |