680. haptomai
Strong's Exhaustive Concordance
touch.

Reflexive of hapto; properly, to attach oneself to, i.e. To touch (in many implied relations) -- touch.

see GREEK hapto

Forms and Transliterations
άπτει απτεσθαι άπτεσθαι ἅπτεσθαι απτεσθε άπτεσθε ἅπτεσθε απτέσθω απτεται άπτεται ἅπτεται απτηται άπτηται ἅπτηται απτομένη απτόμενος απτομένων απτου ἅπτου άπτωνται άψαι αψαμένη αψαμενος αψάμενος αψάμενός ἁψάμενος ἁψάμενός αψάντων άψας άψασθαι άψασθαί άψασθε άψεσθε άψεται αψη άψη ἅψῃ άψησθε αψηται άψηται άψηταί ἅψηται άψονται αψωμαι άψωμαι ἅψωμαι αψωνται άψωνται ἅψωνται ημμένον ήπται ήπτετο ήπτοντο ηψάμην ηψαντο ήψαντο ἥψαντο ηψατο ήψατο ήψατό ἥψατο Ἥψατό apsamenos apse apsē apsetai apsētai apsomai apsōmai apsontai apsōntai aptesthai aptesthe aptetai aptētai aptou epsanto ēpsanto epsato ēpsato hapsamenos hapsámenos hapsámenós hapse hapsē hápsei hápsēi hapsetai hapsētai hápsetai hápsētai hapsomai hapsōmai hápsomai hápsōmai hapsontai hapsōntai hápsontai hápsōntai haptesthai háptesthai haptesthe háptesthe haptetai haptētai háptetai háptētai haptou háptou hepsanto hēpsanto hḗpsanto hepsato hēpsato hḗpsato Hḗpsató
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
679
Top of Page
Top of Page