Strong's Exhaustive Concordance come. A primary verb; to arrive, i.e. Be present (literally or figuratively) -- come. Forms and Transliterations ήκαμεν ήκασι ήκασιν ήκατε ήκε ηκει ήκει ἥκει ήκεις ήκετε ήκομεν ήκον ήκοντα ήκοντας ήκοντες ήκοντος ηκω ήκω ἥκω ήκων ηλέκτρου ηξει ήξει ἥξει ήξεις ήξετε ήξη ήξομεν ήξουσι ήξουσί ηξουσιν ήξουσιν ἥξουσιν ηξω ήξω ἥξω ekei ēkei eko ēkō exei ēxei exo ēxō exousin ēxousin hekei hēkei hḗkei heko hēkō hḗko hḗkō hexei hēxei hḗxei hexo hēxō hḗxo hḗxō hexousin hēxousin hḗxousinLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |