3195. melló
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
a prim. verb
Definition
to be about to
NASB Word Usage
about (30), almost (1), am about (2), certainly (1), come (12), delay (1), future (1), going (19), intend (1), intending (8), later (1), must (1), next* (1), point (1), propose (1), ready (1), things to come (3), will (6), will certainly (1), would (3), would live...thereafter (1), would certainly (1).

Forms and Transliterations
έμελλε εμελλεν έμελλεν ἔμελλεν έμελλες εμελλον έμελλον ἔμελλον ήμελλε ημελλεν ήμελλεν ἤμελλεν ημελλον ἤμελλον μελλει μέλλει μελλειν μέλλειν μελλεις μέλλεις μελλετε μέλλετε μελλη μελλή μέλλη μέλλῃ μελλησετε μελλήσετε μελλησω μελλήσω μελλομεν μέλλομεν μελλον μέλλον μελλοντα μέλλοντα μελλοντας μέλλοντας μελλοντες μέλλοντες μελλοντι μέλλοντι μελλοντος μέλλοντος μελλοντων μελλόντων μελλουσαν μέλλουσαν μελλουσης μελλούσης μέλλουσι μελλουσιν μέλλουσιν μελλω μέλλω μελλων μέλλων emellen émellen ēmellen ḗmellen emellon émellon ēmellon ḗmellon melle mellē mellei méllei méllēi mellein méllein melleis mélleis mellesete mellēsete mellḗsete melleso mellēsō mellḗso mellḗsō mellete méllete mello mellō méllo méllō mellomen méllomen mellon mellōn méllon méllōn mellonta méllonta mellontas méllontas mellontes méllontes mellonti méllonti mellonton mellontōn mellónton mellóntōn mellontos méllontos mellousan méllousan mellouses mellousēs melloúses melloúsēs mellousin méllousin
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
3194
Top of Page
Top of Page