1166. deiknumi
Strong's Exhaustive Concordance
show

A prolonged form of an obsolete primary of the same meaning; to show (literally or figuratively) -- shew.

Forms and Transliterations
δεδειγμένον δέδειχα δέδειχά δεικνυειν δεικνύειν δεικνυεις δεικνύεις δεικνυμι δείκνυμι δεικνυοντος δεικνύοντός δεικνύουσιν δεικνυσιν δείκνυσιν δεικνύω δεικνύων δειλαια δειλαία δείλαιοί δείλην δείλης δειξαι δείξαι δείξαί δεῖξαι Δειξατε Δείξατέ δειξατω δειξάτω δειξει δείξει δείξεις δείξη δειξον δείξον δείξόν δεῖξον δείξουσιν δειξω δείξω δειχθεντα δειχθέντα εδειξα έδειξα ἔδειξα έδειξαν έδειξας έδειξάς έδειξε έδειξέ εδειξεν εδείξεν έδειξεν ἔδειξεν ἔδειξέν deichthenta deichthénta deiknuein deiknueis deiknumi deiknuontos deiknusin deiknyein deiknýein deiknyeis deiknýeis deiknymi deíknymi deiknyontos deiknýontós deiknysin deíknysin deixai deîxai Deixate Deíxaté deixato deixatō deixáto deixátō deixei deíxei deixo deixō deíxo deíxō deixon deîxon edeixa édeixa edeixen édeixen édeixén
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1165
Top of Page
Top of Page