1565. ekeinos
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from ekei
Definition
that one (or neut. that thing), often intensified by the art. preceding
NASB Word Usage
once* (3), one (4), other (1), these (1), this (2), those (35), those things (1), very (1), what (1).

Forms and Transliterations
εκεινα εκείνα εκείνά ἐκεῖνα εκειναι εκείναί ἐκεῖναι ἐκεῖναί εκειναις εκείναις ἐκείναις εκεινας εκείνας ἐκείνας εκεινη εκείνη ἐκείνη ἐκείνῃ εκεινην εκείνην ἐκείνην εκεινης εκείνης ἐκείνης εκεινο εκείνο ἐκεῖνο εκεινοι εκείνοι εκείνοί ἐκεῖνοι ἐκεῖνοί εκεινοις εκείνοις ἐκείνοις εκεινον εκείνον ἐκεῖνον εκεινος εκείνος εκείνός ἐκεῖνος ἐκεῖνός εκεινου εκείνου ἐκείνου εκεινους εκείνους ἐκείνους εκεινω εκείνω ἐκείνῳ εκεινων εκείνων ἐκείνων κακείνοις πόλει ekeina ekeîna ekeinai ekeînai ekeînaí ekeinais ekeínais ekeinas ekeínas ekeine ekeinē ekeíne ekeínē ekeínei ekeínēi ekeinen ekeinēn ekeínen ekeínēn ekeines ekeinēs ekeínes ekeínēs ekeino ekeinō ekeîno ekeinoi ekeínoi ekeínōi ekeînoi ekeînoí ekeinois ekeínois ekeinon ekeinōn ekeínon ekeínōn ekeînon ekeinos ekeînos ekeînós ekeinou ekeínou ekeinous ekeínous
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1564
Top of Page
Top of Page