436. anthistémi
Strong's Exhaustive Concordance
resist, withstand, oppose

From anti and histemi; to stand against, i.e. Oppose -- resist, withstand.

see GREEK anti

see GREEK histemi

Forms and Transliterations
ανθέστηκε ανθεστηκεν ανθέστηκεν ἀνθέστηκεν ανθεστηκότα ανθεστηκότας ανθεστηκοτες ανθεστηκότες ἀνθεστηκότες ανθεστηκότων ανθιστανται ανθίστανται ἀνθίστανται ανθιστατο ανθίστατο ἀνθίστατο αντεστη αντέστη ἀντέστη αντεστην ἀντέστην αντέστης αντεστησαν αντέστησαν αντέστησάν ἀντέστησαν αντιστηναι αντιστήναι ἀντιστῆναι αντιστήσεται αντιστήσεταί αντιστητε αντίστητε ἀντίστητε αντιστήτω anteste antestē antéste antéstē antesten antestēn antésten antéstēn antestesan antestēsan antéstesan antéstēsan anthesteken anthestēken anthésteken anthéstēken anthestekotes anthestekótes anthestēkotes anthestēkótes anthistantai anthístantai anthistato anthístato antistenai antistênai antistēnai antistē̂nai antistete antistēte antístete antístēte
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
435
Top of Page
Top of Page