2005. epiteleó
Strong's Exhaustive Concordance
accomplish, do, finish, make perfect.

From epi and teleo; to fulfill further (or completely), i.e. Execute; by implication, to terminate, undergo -- accomplish, do, finish, (make) (perfect), perform(X -ance).

see GREEK epi

see GREEK teleo

Forms and Transliterations
επετέλεσεν επιτελειν επιτελείν ἐπιτελεῖν επιτελεισθαι επιτελείσθαι ἐπιτελεῖσθαι επιτελεισθε επιτελείσθε ἐπιτελεῖσθε επιτελεσαι επιτελέσαι ἐπιτελέσαι επιτελεσας επιτελέσας ἐπιτελέσας επιτελεσατε επιτελέσατε ἐπιτελέσατε επιτελεσει επιτελέσει ἐπιτελέσει επιτελεση επιτελέση ἐπιτελέσῃ επιτελεσθήσεται επιτελέσουσιν επιτελέσω επιτελουμενον επιτελουντες επιτελούντες ἐπιτελοῦντες επιτελώ epitelein epiteleîn epiteleisthai epiteleîsthai epiteleisthe epiteleîsthe epitelesai epitelésai epitelesas epitelésas epitelesate epitelésate epitelese epitelesē epitelesei epitelései epitelésēi epitelountes epiteloûntes
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2004
Top of Page
Top of Page