3170. megalunó
Strong's Exhaustive Concordance
enlarge, magnify, exalt

From megas; to make (or declare) great, i.e. Increase or (figuratively) extol -- enlarge, magnify, shew great.

see GREEK megas

Forms and Transliterations
εμεγάλυνα εμεγάλυνας εμεγάλυνε εμεγαλυνεν εμεγάλυνεν ἐμεγάλυνεν εμεγαλυνετο εμεγαλύνετο ἐμεγαλύνετο εμεγαλύνθη εμεγαλύνθην εμεγαλύνθης εμεγαλύνθησαν εμεγαλύνοντο μεγαλύναι μεγαλύνατε Μεγαλυνει Μεγαλύνει μεγαλύνεσθε μεγαλύνη μεγαλύνηται μεγαλυνθείη μεγαλυνθέν μεγαλυνθηναι μεγαλυνθήναι μεγαλυνθῆναι μεγαλυνθησεται μεγαλυνθήσεται μεγαλυνθήσομαι μεγαλυνθησόμεθα μεγαλυνθήτω μεγαλυνόμενος μεγαλύνονται μεγαλυνοντων μεγαλυνόντων μεγαλυνούμεν μεγαλυνουσι μεγαλύνουσι μεγαλύνουσιν μεγαλυνώ μεγαλύνων μεγαλώματος μεμεγάλυνται emegalunen emegaluneto emegalynen emegálynen emegalyneto emegalýneto Megalunei megalunonton megalunontōn megalunousin megalunthenai megalunthēnai megalunthesetai megalunthēsetai Megalynei Megalýnei megalynonton megalynontōn megalynónton megalynóntōn megalynousin megalýnousin megalynthenai megalynthênai megalynthēnai megalynthē̂nai megalynthesetai megalynthēsetai megalynthḗsetai
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
3169
Top of Page
Top of Page