2172. euchomai
Strong's Exhaustive Concordance
pray, will, wish.

Middle voice of a primary verb; to wish; by implication, to pray to God -- pray, will, wish.

Forms and Transliterations
εύξαι Ευξαιμην ευξαίμην Εὐξαίμην ευξάμενος ευξαμένου εύξασθαι εύξασθαί εύξασθε εύξη εύξησθε εύξηται εύξομαι εύξονται εύχεσθε ευχομαι εύχομαι εύχομαί εὔχομαί ευχομεθα ευχόμεθα εὐχόμεθα ευχομένω εύχονται εύχου ηυγμένος ηυγμένου ηυξάμην ηύξαντο ηύξατο ηύξω ηυχομην ηυχόμην ηὐχόμην ηυχοντο ηύχοντο ηὔχοντο euchomai eúchomaí euchomen ēuchomēn euchometha euchómetha euchonto ēuchonto Euxaimen Euxaimēn Euxaímen Euxaímēn eychómen ēychómēn eýchonto ēýchonto
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2171
Top of Page
Top of Page