Strong's Exhaustive Concordance pray, will, wish. Middle voice of a primary verb; to wish; by implication, to pray to God -- pray, will, wish. Forms and Transliterations εύξαι Ευξαιμην ευξαίμην Εὐξαίμην ευξάμενος ευξαμένου εύξασθαι εύξασθαί εύξασθε εύξη εύξησθε εύξηται εύξομαι εύξονται εύχεσθε ευχομαι εύχομαι εύχομαί εὔχομαί ευχομεθα ευχόμεθα εὐχόμεθα ευχομένω εύχονται εύχου ηυγμένος ηυγμένου ηυξάμην ηύξαντο ηύξατο ηύξω ηυχομην ηυχόμην ηὐχόμην ηυχοντο ηύχοντο ηὔχοντο euchomai eúchomaí euchomen ēuchomēn euchometha euchómetha euchonto ēuchonto Euxaimen Euxaimēn Euxaímen Euxaímēn eychómen ēychómēn eýchonto ēýchontoLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |