NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom doulos Definition to be a slave, to serve NASB Word Usage bondage (1), enslaved (3), render service (1), serve (10), served (1), serves (1), serving (4), slavery (1), slaves (3). Forms and Transliterations δεδούλευκα δεδούλευκά δεδουλευκαμεν δεδουλεύκαμεν δούλευε δουλευει δουλεύει δουλευειν δουλεύειν δουλευετε δουλεύετε δουλευετωσαν δουλευέτωσαν δουλεύητε δουλεύοντα δουλευοντες δουλεύοντες δουλεύοντές δουλεύοντος δουλεύοντός δουλεύουσί δουλευουσιν δουλεύουσιν δουλεύσαι δουλεύσατε δουλευσάτωσάν δουλευσει δουλεύσει δουλεύσεις δουλεύσετε δουλεύσης δουλεύσητε δουλεύσομεν δουλεύσομέν δούλευσον δουλεύσουσι δουλεύσουσί δουλευσουσιν δουλεύσουσιν δουλεύσω δουλεύσωμεν δουλεύσωσι δουλευω δουλεύω δουλευων δουλεύων εδούλευον εδούλευσα εδούλευσά εδουλεύσαμεν εδούλευσαν εδούλευσάν εδούλευσας εδουλευσατε εδουλεύσατε ἐδουλεύσατε εδούλευσε εδούλευσέ εδουλευσεν εδούλευσεν ἐδούλευσεν dedouleukamen dedouleúkamen douleuei douleúei douleuein douleúein douleuete douleúete douleuetosan douleuetōsan douleuétosan douleuétōsan douleuo douleuō douleúo douleúō douleuon douleuōn douleúon douleúōn douleuontes douleúontes douleuousin douleúousin douleusei douleúsei douleusousin douleúsousin edouleusate edouleúsate edouleusen edoúleusenLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |