1398. douleuó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from doulos
Definition
to be a slave, to serve
NASB Word Usage
bondage (1), enslaved (3), render service (1), serve (10), served (1), serves (1), serving (4), slavery (1), slaves (3).

Forms and Transliterations
δεδούλευκα δεδούλευκά δεδουλευκαμεν δεδουλεύκαμεν δούλευε δουλευει δουλεύει δουλευειν δουλεύειν δουλευετε δουλεύετε δουλευετωσαν δουλευέτωσαν δουλεύητε δουλεύοντα δουλευοντες δουλεύοντες δουλεύοντές δουλεύοντος δουλεύοντός δουλεύουσί δουλευουσιν δουλεύουσιν δουλεύσαι δουλεύσατε δουλευσάτωσάν δουλευσει δουλεύσει δουλεύσεις δουλεύσετε δουλεύσης δουλεύσητε δουλεύσομεν δουλεύσομέν δούλευσον δουλεύσουσι δουλεύσουσί δουλευσουσιν δουλεύσουσιν δουλεύσω δουλεύσωμεν δουλεύσωσι δουλευω δουλεύω δουλευων δουλεύων εδούλευον εδούλευσα εδούλευσά εδουλεύσαμεν εδούλευσαν εδούλευσάν εδούλευσας εδουλευσατε εδουλεύσατε ἐδουλεύσατε εδούλευσε εδούλευσέ εδουλευσεν εδούλευσεν ἐδούλευσεν dedouleukamen dedouleúkamen douleuei douleúei douleuein douleúein douleuete douleúete douleuetosan douleuetōsan douleuétosan douleuétōsan douleuo douleuō douleúo douleúō douleuon douleuōn douleúon douleúōn douleuontes douleúontes douleuousin douleúousin douleusei douleúsei douleusousin douleúsousin edouleusate edouleúsate edouleusen edoúleusen
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1397
Top of Page
Top of Page