5548. chrió
Strong's Exhaustive Concordance
anoint.

Probably akin to chraomai through the idea of contact; to smear or rub with oil, i.e. (by implication) to consecrate to an office or religious service -- anoint.

see GREEK chraomai

Forms and Transliterations
έχρισα έχρισά εχρίσαμεν έχρισαν εχρισας έχρισας ἔχρισας έχρισε έχρισέ εχρισεν έχρισεν ἔχρισεν ἔχρισέν εχρίσθη κέχρικά κέχρικέ κεχρισμένα κεχρισμένος κέχρισται χρίειν χρίετέ χριόμενοι χρίουσι χρίσαι χρίσαί χρισας χρίσας χρισάτω χρισείς χρίσεις χρίση χρισθήναι χρίσον χρίσονται χρίσωσιν χροάν chrisas chrísas echrisas échrisas echrisen échrisen échrisén
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
5547
Top of Page
Top of Page