4912. sunechó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from sun and echó
Definition
to hold together, to hold fast, pass. to be seized (by illness)
NASB Word Usage
afflicted (1), controls (1), covered (1), crowding (1), devoting...completely (1), distressed (1), gripped (1), hard-pressed (1), hem (1), holding...in custody (1), suffering (2).

Forms and Transliterations
συνειχετο συνείχετο συνειχοντο συνείχοντο συνέξει συνέξουσι συνέξουσί συνεξουσιν συνέξουσίν συνέσχε συνεσχέθη συνεσχον συνέσχον συνεχει συνέχει συνέχειν συνεχομαι συνέχομαι συνεχόμενα συνεχόμεναι συνεχομενη συνεχομένη συνεχομενον συνεχόμενον συνεχόμενος συνεχομένου συνεχομενους συνεχομένους συνέχονται συνεχοντες συνέχοντες συνέχου συνέχουσα συνεχούσας συνέχουσί συνεχουσιν συνέχουσίν συνέχων συσχεθή συσχεθήναι συσχεθήσονται συσχείν συσχέτω συσχή συσχώ sunechei sunechomai sunechomene sunechomenē sunechomenon sunechomenous sunechontes sunechousin suneicheto suneichonto suneschon sunexousin synechei synéchei synechomai synéchomai synechomene synechomenē synechoméne synechoménē synechomenon synechómenon synechomenous synechoménous synechontes synéchontes synechousin synéchousín syneicheto syneícheto syneichonto syneíchonto syneschon synéschon synexousin synéxousín
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
4911
Top of Page
Top of Page