Strong's Exhaustive Concordance abhor, abominable. From a (presumed) derivative of bdeo (to stink); to be disgusted, i.e. (by implication) detest (especially of idolatry) -- abhor, abominable. Forms and Transliterations βδελύξεσθε βδελύξεται βδελύξετε βδελύξη βδελύξητε βδελύσσεται βδελύσσομαι βδελυσσόμενοι βδελυσσομένοις βδελυσσόμενον βδελυσσομενος βδελυσσόμενος εβδελυγμένα εβδελυγμένοι εβδελυγμενοις εβδελυγμένοις ἐβδελυγμένοις εβδελυγμένος εβδελυγμένων εβδέλυκται εβδελυξάμην εβδελύξαντο εβδελύξαντό εβδελύξατε εβδελύξατο εβδελύσσοντο εβδελύχθη εβδελύχθησαν bdelussomenos bdelyssomenos bdelyssómenos ebdelugmenois ebdelygmenois ebdelygménoisLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |