4937. suntribó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 4937: συντρίβω

συντρίβω, participle neuter συντρῖβον Luke 9:39 R G Tr, συντρῖβον L T WH (cf. Veitch, under the word τρίβῳ, at the end); future συντρίψω; 1 aorist συνέτριψα; passive, present συντρίβομαι; perfect infinitive συντετρῖφθαι (R G Tr WH; but συντριφθαι L T (cf. Veitch, as above)), participle συντετριμμένος; 2 future συντριβήσομαι; from Herodotus ((?), Euripides) down; the Sept. very often for שָׁבַר; to break, to break in pieces, shiver, (cf. σύν, II. 3): κάλαμον, Matthew 12:20; τάς πέδας, passive, Mark 5:4; τό ἀλάβαστρον (the sealed orifice of the vase (cf. BB. DD., under the word )), Mark 14:3; ὀστοῦν, passive, John 19:36 (Exodus 12:46; Psalm 33:21 (); τά σκεύη, Revelation 2:27; to tread down: τόν Σατανᾶν ὑπό τούς πόδας (by a pregnant construction (Winers Grammar, § 66, 2 d.)), to put Satan under foot and (as a conqueror) trample on him, Romans 16:20; to break down, crush: τινα, to tear one's body and shatter one's strength, Luke 9:39. Passive to suffer extreme sorrow and be, as it were, crushed: οἱ συντετρίμμενοι τήν καρδίαν (cf. Winer's Grammar, 229 (215)), equivalent to οἱ ἔχοντες τήν καρδίαν συντετριμμένην, ((A. V. the broken-hearted), Luke 4:18 Rec. from Isaiah 61:1 ((cf. Psalm 33:19 (); Psalm 146:3 (), etc.); συντριβῆναι τῇ διάνοια, Polybius 21, 10, 2; 31, 8, 11; τοῖς φρονημασι, Diodorus 11, 78; (ταῖς ἐλπίσιν, 4, 66; ταῖς ψυχαῖς, 16, 81)).

Forms and Transliterations
συνετρίβη συνετρίβης συνετρίβησαν συνετρίβσαν συνέτριψα συνέτριψαν συνέτριψας συνέτριψε συνέτριψέ συνέτριψεν συνετρίψω συντετριμμένην συντετριμμένοις συντετριμμενον συντετριμμένον συντετριμμένος συντετριμμενους συντετριμμένους συντετριφθαι συντετρίφθαι συντετρῖφθαι συντρίβει συντριβείη συντριβέντος συντριβεται συντρίβεται συντριβη συντριβή συντριβήναι συντριβήσεσθε συντριβησεται συντριβήσεται συντριβήση συντριβήσονται συντριβήσονταί συντριβόμενον συντριβομένους συντριβον συντρίβον συντρῖβον συντρίβοντος συντρίβω συντρίβων συντριβώσι συντρίψαι συντρίψας συντριψασα συντρίψασα συντρίψατε συντριψει συντρίψει συντρίψεις συντρίψετε σύντριψον συντρίψουσι συντρίψουσιν συντρίψω suntetrimmenon suntetrimmenous suntetriphthai suntribesetai suntribēsetai suntribetai suntribon suntripsasa suntripsei syntetrimmenon syntetrimménon syntetrimmenous syntetrimménous syntetriphthai syntetríphthai syntribesetai syntribēsetai syntribḗsetai syntribetai syntríbetai syntribon syntrîbon syntripsasa syntrípsasa syntripsei syntrípsei
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
4936
Top of Page
Top of Page