390. anastrephó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from ana and strephó
Definition
to overturn, turn back
NASB Word Usage
conduct (3), conducted (1), live (1), lived (1), return (1), returned (1), treated (1).

Forms and Transliterations
αναστραφητε αναστράφητε ἀναστράφητε ανάστρεφε αναστρέφει αναστρεφεσθαι αναστρέφεσθαι ἀναστρέφεσθαι αναστρέφεται αναστρεφέτω αναστρεφέτωσαν αναστρέφομαι αναστρεφόμενοι αναστρεφόμενον αναστρεφόμενος αναστρεφομενους αναστρεφομένους ἀναστρεφομένους αναστρεφομενων αναστρεφομένων ἀναστρεφομένων αναστρέφοντος αναστρεψαντες αναστρέψαντες ἀναστρέψαντες αναστρέψας αναστρέψατε αναστρέψει αναστρέψεις αναστρέψης αναστρέψομεν ανάστρεψον αναστρέψουσιν αναστρεψω αναστρέψω ἀναστρέψω αναστρέψωμεν ανέστραπτεν ανεστραφημεν ανεστράφημεν ανεστράφημέν ἀνεστράφημεν ἀνεστράφημέν ανεστρέφετο ανέστρεφον ανεστρέφοντο ανέστρεψαν ανέστρεψε ανέστρεψεν anastraphete anastraphēte anastráphete anastráphēte anastrephesthai anastréphesthai anastrephomenon anastrephomenōn anastrephoménon anastrephoménōn anastrephomenous anastrephoménous anastrepsantes anastrépsantes anastrepso anastrepsō anastrépso anastrépsō anestraphemen anestraphēmen anestráphemen anestráphemén anestráphēmen anestráphēmén
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
389
Top of Page
Top of Page