1910. epibainó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 1910: ἐπιβαίνω

ἐπιβαίνω; 2 aorist ἐπέβην; perfect participle ἐπιβεβηκώς;

1. to get upon, mount: ;ἐπί τί, Matthew 21:5 (Xenophon, Hell. 3, 4, 1, etc.; Genesis 24:61); τῷ πλοίῳ (to embark in), Acts 27:2 (Thucydides 7, 70); εἰς τό πλοῖον, Acts 21:6 R G; used without a case, of going aboard (a ship), Acts 21:2; to go up: εἰς ἱεροσολυμα, Acts 21:4 L T Tr WH (yet others refer this to 2).

2. to set foot in, enter: εἰς with the accusative of place, Acts 20:18; with the dative of place (as also in Greek writings), Acts 25:1.

Forms and Transliterations
επέβαινες επέβη επέβημεν επεβην επέβην ἐπέβην επέβης επέβησαν επέβητέ επιβαίνει επιβαινειν επιβαίνειν ἐπιβαίνειν επιβαίνοντες επιβαίνουσιν επιβαίνω επιβαίνων επιβαντες επιβάντες ἐπιβάντες επιβας επιβάς ἐπιβὰς επιβεβήκει επιβεβηκότες επιβεβηκότι επιβεβηκυία επιβεβηκυίης επιβεβηκως επιβεβηκώς ἐπιβεβηκὼς επιβή επίβηθι επιβήναι επιβήσεται επιβήση επιβήσομαι επιβήσονται επιβήτε επίβητε επιβώ epeben epebēn epében epébēn epibainein epibaínein epibantes epibántes epibas epibàs epibebekos epibebekṑs epibebēkōs epibebēkṑs
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1909
Top of Page
Top of Page