Strong's Exhaustive Concordance enclose, shut up. From sun and kleio; to shut together, i.e. Include or (figuratively) embrace in a common subjection to -- conclude, inclose, shut up. see GREEK sun see GREEK kleio Forms and Transliterations συγκέκλεικε συγκεκλεικότας συγκεκλεισμένα συγκεκλεισμένας συγκεκλεισμένη συγκεκλεισμένοι συγκεκλεισμένω συγκλειόμενοι συγκλείοντα συγκλείσαι συγκλείσεις συγκλείσης συγκλεισθήσεταί συγκλεισθήσονται σύγκλεισον συγκλείων συνεκλεισαν συνέκλεισαν συνέκλεισάς συνέκλεισε συνέκλεισέ συνεκλεισεν συνέκλεισεν συνεκλείσθησαν συνκλειομενοι συνκλειόμενοι sunekleisan sunekleisen sunkleiomenoi synekleisan synékleisan synekleisen synékleisen synkleiomenoi syn'kleiómenoiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |