4788. sugkleió
Strong's Exhaustive Concordance
enclose, shut up.

From sun and kleio; to shut together, i.e. Include or (figuratively) embrace in a common subjection to -- conclude, inclose, shut up.

see GREEK sun

see GREEK kleio

Forms and Transliterations
συγκέκλεικε συγκεκλεικότας συγκεκλεισμένα συγκεκλεισμένας συγκεκλεισμένη συγκεκλεισμένοι συγκεκλεισμένω συγκλειόμενοι συγκλείοντα συγκλείσαι συγκλείσεις συγκλείσης συγκλεισθήσεταί συγκλεισθήσονται σύγκλεισον συγκλείων συνεκλεισαν συνέκλεισαν συνέκλεισάς συνέκλεισε συνέκλεισέ συνεκλεισεν συνέκλεισεν συνεκλείσθησαν συνκλειομενοι συνκλειόμενοι sunekleisan sunekleisen sunkleiomenoi synekleisan synékleisan synekleisen synékleisen synkleiomenoi syn'kleiómenoi
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
4787
Top of Page
Top of Page