Strong's Exhaustive Concordance look upon, regard, have respect for. From epi and blepo; to gaze at (with favor, pity or partiality) -- look upon, regard, have respect to. see GREEK epi see GREEK blepo Forms and Transliterations επέβλεπον επεβλέψα επέβλεψα επέβλεψαν επέβλεψας επεβλέψατε επέβλεψε επεβλεψεν επέβλεψεν ἐπέβλεψεν επιβλέπειν επιβλέπεις επιβλέπη επιβλεπόμενον επιβλέποντες επιβλέπουσα επιβλέπουσι επιβλέπουσιν επιβλέπων επιβλεψαι επιβλέψαι ἐπιβλέψαι επιβλέψατε επιβλέψει επίβλεψεν επιβλέψη επιβλέψης επιβλεψητε επιβλέψητε ἐπιβλέψητε επιβλέψομαι επίβλεψον επιβλέψονται επιβλέψω epeblepsen epéblepsen epiblepsai epiblépsai epiblepsete epiblepsēte epiblépsete epiblépsēteLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |