NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom anti and keimai Definition to lie opposite, i.e. oppose, withstand NASB Word Usage adversaries (1), contrary (1), enemy (1), opponents (3), opposes (1), opposition (1). Forms and Transliterations αντικείμενά αντικειμενοι αντικείμενοι αντικείμενοί ἀντικείμενοι αντικειμένοις αντικειμενος αντικείμενος ἀντικείμενος αντικειμενω αντικειμένω ἀντικειμένῳ αντικειμενων αντικειμένων ἀντικειμένων αντίκεισαί αντικείσθαι αντικείσομαι αντικειται αντίκειται ἀντίκειται αντικρινόμενός αντικρινούμαι antikeimeno antikeimenō antikeimenoi antikeiménoi antikeiménōi antikeímenoi antikeimenon antikeimenōn antikeiménon antikeiménōn antikeimenos antikeímenos antikeitai antíkeitaiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |