378. anapléroó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from ana and pléroó
Definition
to fill up
NASB Word Usage
complete (1), fill up the measure (1), fills (1), fulfill (1), fulfilled (1), supplied (1).

Forms and Transliterations
αναπεπλήρωνται αναπεποιημένα αναπεποιημένη αναπεποιημένην αναπεποιημένης αναπεποιημένους αναπληρούνται αναπληρούσθαι αναπληρουται αναπληρούται ἀναπληροῦται αναπληρωθήσονται αναπληρωθώσιν αναπληρων αναπληρών ἀναπληρῶν αναπληρωσαι αναπληρώσαι ἀναπληρῶσαι αναπληρωσατε αναπληρώσατε ἀναπληρώσατε ἀναπληρώσετε αναπληρωση αναπληρώση ἀναπληρώσῃ αναπλήρωσιν αναπληρώσω αναπνεύσαι αναπνοή ανεπληρώθη ανεπληρώθησαν ανεπληρωσαν ανεπλήρωσαν ἀνεπλήρωσαν ανεπλήρωσε anapleron anaplerôn anaplērōn anaplērō̂n anaplerosai anaplerôsai anaplērōsai anaplērō̂sai anaplerose anaplērōsē anaplerṓsei anaplērṓsēi anaplerosete anaplerṓsete anaplērōsete anaplērṓsete anapleroutai anapleroûtai anaplēroutai anaplēroûtai aneplerosan aneplērōsan aneplḗrosan aneplḗrōsan
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
377
Top of Page
Top of Page