2690. katastrephó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 2690: καταστρέφω

καταστρέφω: 1 aorist κατέστρεψα; perfect passive participle κατεστραμμενος (Acts 15:16 T (WH, but Tr κατεστρεμμενος; cf. WH's Appendix, p. 170f));

1. to turn over, turn under: the soil with a plow, Xenophon, oec. 17, 10.

2. to overturn, overthrow, throw down: τί, Matthew 21:12; Mark 11:15; (τά κατεστραμμενος, ruins), Acts 15:16 T Tr WH ((cf. κατασκάπτω)); so Haggai 2:22; Job 9:5; Josephus, Antiquities 8, 7, 6; Anthol. 11, 163,6; (Diogenes Laërtius 5, 82.

Forms and Transliterations
καταστραφήσεται καταστρέφεται καταστρέφων καταστρέψαι καταστρέψας καταστρέψει καταστρέψη καταστρέψω κατεσκαμμένα κατεστραμμενα κατεστραμμένα κατεστραμμένη κατεστραμμένης κατέστραπται κατεστράφη κατέστρεψα κατέστρεψας κατέστρεψε κατεστρεψεν κατέστρεψεν kateskammena kateskamména katestrepsen katéstrepsen
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2689
Top of Page
Top of Page