2729. katischuó
Strong's Exhaustive Concordance
prevail against.

From kata and ischuo; to overpower -- prevail (against).

see GREEK kata

see GREEK ischuo

Forms and Transliterations
κατίσχυε κατίσχυεν κατισχύετε κατισχυέτω κατισχυέτωσαν κατισχυον κατίσχυον κατισχύοντες κατισχύουσί κατίσχυσα κατισχύσαι κατίσχυσαν κατίσχυσάν κατισχύσαντες κατισχύσας κατισχύσατε κατίσχυσε κατισχύσει κατίσχυσεν κατισχύση κατισχυσητε κατισχύσητε κατίσχυσον κατισχύσουσι κατισχυσουσιν κατισχύσουσιν κατισχύσω κατισχύσωσιν κατισχύων κατοικεσιας κατοικεσίας katischuon katischusete katischusēte katischusousin katischyon katíschyon katischysete katischysēte katischýsete katischýsēte katischysousin katischýsousin
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2728
Top of Page
Top of Page