1716. emptuó
Strong's Exhaustive Concordance
spit.

From en and ptuo; to spit at or on -- spit (upon).

see GREEK en

see GREEK ptuo

Forms and Transliterations
εμπεπυρισμέναι εμπεπυρισμένη εμπεπυρισμένον εμπεπυρίσται εμπτυειν εμπτύειν ἐμπτύειν εμπτυσαντες εμπτύσαντες ἐμπτύσαντες εμπτύσεται εμπτυσθησεται εμπτυσθήσεται ἐμπτυσθήσεται εμπτυσουσιν εμπτύσουσιν ἐμπτύσουσιν εμπυριεί εμπυρίζεται εμπυρισθήσονται εμπυρισμόν εμπυρισμός εμπυρισμώ εμπυρίσωμέν έμπυροι εμφάνηθι ενεπεπύριστο ενεπτυον ενέπτυον ἐνέπτυον ενεπτυσαν ενέπτυσαν ἐνέπτυσαν ενέπτυσεν ενεπυρίσαμεν ενεπύρισαν ενεπυρίσατε ενεπύρισε ενεπύρισεν ενεπυρίσθη ενεπυρίσθησαν ενεπύρισθησεν emptuein emptusantes emptusousin emptusthesetai emptusthēsetai emptyein emptýein emptysantes emptýsantes emptysousin emptýsousin emptysthesetai emptysthēsetai emptysthḗsetai eneptuon eneptusan eneptyon enéptyon eneptysan enéptysan
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1715
Top of Page
Top of Page