NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom stelló Definition equipment, apparel NASB Word Usage long robes (2), robe (3), robes (4). Forms and Transliterations εστόλισε εστολισμένοι εστολισμένος στολαί στολαις στολαίς στολαῖς στολας στολάς στολὰς στολη στολή στολὴ στολην στολήν στολὴν στολής στολίσαι στολισάτω στολισμόν στολισμού στολιστής stolais stolaîs stolas stolàs stole stolē stolḕ stolen stolēn stolḕnLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |