4749. stolé
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from stelló
Definition
equipment, apparel
NASB Word Usage
long robes (2), robe (3), robes (4).

Forms and Transliterations
εστόλισε εστολισμένοι εστολισμένος στολαί στολαις στολαίς στολαῖς στολας στολάς στολὰς στολη στολή στολὴ στολην στολήν στολὴν στολής στολίσαι στολισάτω στολισμόν στολισμού στολιστής stolais stolaîs stolas stolàs stole stolē stolḕ stolen stolēn stolḕn
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
4748
Top of Page
Top of Page