NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom kata and strephó Definition to overturn NASB Word Usage overturned (2), ruins (1). Forms and Transliterations καταστραφήσεται καταστρέφεται καταστρέφων καταστρέψαι καταστρέψας καταστρέψει καταστρέψη καταστρέψω κατεσκαμμένα κατεστραμμενα κατεστραμμένα κατεστραμμένη κατεστραμμένης κατέστραπται κατεστράφη κατέστρεψα κατέστρεψας κατέστρεψε κατεστρεψεν κατέστρεψεν kateskammena kateskamména katestrepsen katéstrepsenLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |