2690. katastrephó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from kata and strephó
Definition
to overturn
NASB Word Usage
overturned (2), ruins (1).

Forms and Transliterations
καταστραφήσεται καταστρέφεται καταστρέφων καταστρέψαι καταστρέψας καταστρέψει καταστρέψη καταστρέψω κατεσκαμμένα κατεστραμμενα κατεστραμμένα κατεστραμμένη κατεστραμμένης κατέστραπται κατεστράφη κατέστρεψα κατέστρεψας κατέστρεψε κατεστρεψεν κατέστρεψεν kateskammena kateskamména katestrepsen katéstrepsen
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2689
Top of Page
Top of Page