NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom dia and speiró Definition to sow throughout, i.e. fig. disperse (in foreign lands) NASB Word Usage scattered (3). Forms and Transliterations διασπαρεντες διασπαρέντες διασπαρή διασπαρήναι διασπαρήσεσθε διασπάρητε διασπείραι διασπερεί διασπερείς διασπερώ διασπέρω διεσπάρη διεσπαρησαν διεσπάρησαν διεσπαρμένοι διεσπαρμένον διεσπαρμένος διεσπαρμένους διέσπειρα διέσπειρά διέσπειρας διέσπειρε διέσπειρεν diasparentes diasparéntes diesparesan diesparēsan diespáresan diespárēsanLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |