Strong's Exhaustive Concordance leg. Apparently from skello (to parch; through the idea of leanness); the leg (as lank) -- leg. Forms and Transliterations εσκέπασαν εσκέπασε εσκέπασέ σκελη σκέλη σκέλος σκελών σκεπάζεται σκεπαζόμενος σκεπάρνοις σκεπάρνω σκεπάσαι σκεπάσει σκεπάσεις σκεπάσης σκεπασθήναι σκεπασθήσεται σκεπασθήσομαι σκεπασθησόμεθα σκεπασθήτε σκέπασόν σκεπάσω skele skelē skéle skélēLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |