Strong's Exhaustive Concordance divide. From dia and haireomai; to separate, i.e. Distribute -- divide. see GREEK dia see GREEK haireomai Forms and Transliterations διαιρεθήσεται διαιρεθώσιν διαιρείται διαιρούμενοι διαιρουν διαιρούν διαιροῦν διαιρών δίαιτα διαίταις δίαιταν διαίτη διαίτης διείλαντο διείλε διειλεν διείλεν διεῖλεν διελεί διελείν διελείσθε διελείται διελείτε διελέσθαι διέλετε διέλης διελούνται διελούσιν διηρέθη διηρέθησαν διηρημένη διήρηται διητώντο diairoun diairoûn dieilen dieîlenLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |