NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom sun and metochos Definition partaking with, subst. a joint partaker NASB Word Usage fellow partakers (1), partakers (1). Forms and Transliterations συμμέτοχα συμμέτοχοι σύμμετρον συμμιγείς συμμιγήσονται σύμμικτοί σύμμικτον σύμμικτόν συμμικτός σύμμικτός συμμίκτου συμμίκτους συμμίκτω συμμίκτων συμμίξη συνεμίγη συνέμιξαν συνμετοχα συνμέτοχα συνμετοχοι συνμέτοχοι summetocha summetochoi symmetocha symmétocha symmetochoi symmétochoiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |