4811. sukophanteó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from sukon and phainó
Definition
to accuse falsely
NASB Word Usage
accuse...falsely (1), defrauded (1).

Forms and Transliterations
εσυκοφαντησα εσυκοφάντησα ἐσυκοφάντησα συκοφαντεί συκοφάντην συκοφάντης συκοφαντήσαι συκοφαντησάτωσάν συκοφαντήσει συκοφαντησητε συκοφαντήσητε συκοφαντία συκοφαντίαν συκοφαντίας συκοφαντιών συκοφαντούμενοι συκοφαντουμένων συκοφαντούντων συκοφαντών esukophantesa esukophantēsa esykophantesa esykophantēsa esykophántesa esykophántēsa sukophantesete sukophantēsēte sykophantesete sykophantēsēte sykophantḗsete sykophantḗsēte
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
4810
Top of Page
Top of Page