1980. episkeptomai
NAS Exhaustive Concordance
1980a

Word Origin
from epi and the same as skopos
Definition
to inspect, by ext. to go to see
NASB Word Usage
concerned...about (1), concerned about (1), select (1), visit (5), visited (3).

1980b

Word Origin
from epi and skeuazó (to prepare)
Definition
to equip
NASB Word Usage
got ready (1).

Forms and Transliterations
επέσκεμμαι επεσκεμμένοι επεσκεμμένων επεσκέπη επεσκέπησαν επέσκεπται επεσκεύασεν επεσκεψάμην επεσκέψαντο επεσκεψασθε επεσκέψασθε επεσκέψασθέ ἐπεσκέψασθέ επεσκεψατο επεσκέψατο ἐπεσκέψατο επεσκέψω επισκεπέντες επισκεπή επισκεπήναι επισκεπήσεται επισκεπτεσθαι επισκέπτεσθαι ἐπισκέπτεσθαι επισκέπτεται επισκεπτη επισκέπτη ἐπισκέπτῃ επισκεπτόμενος επισκέπτωμαι επισκέπτωνταί επισκευάζη επισκευάσαι επισκευασάμενοι επισκεφθήσεται επίσκεψαι επίσκεψαί επισκεψασθαι επισκέψασθαι ἐπισκέψασθαι επισκεψασθε επισκέψασθε ἐπισκέψασθε επισκεψάσθω επισκέψει επισκεψεται επισκέψεται ἐπισκέψεται επισκέψεως επισκέψη επισκέψηται επισκέψηταί επίσκεψιν επίσκεψις επισκέψομαι επισκέψωμαι επισκεψωμεθα ἐπισκεψώμεθα epeskepsasthe epesképsasthé epeskepsato epesképsato episkepsasthai episképsasthai episkepsasthe episképsasthe episkepsetai episképsetai episkepsometha episkepsōmetha episkepsṓmetha episkepte episkeptē episképtei episképtēi episkeptesthai episképtesthai
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1979
Top of Page
Top of Page