1825. exegeiró
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from ek and egeiró
Definition
to raise up
NASB Word Usage
raise (1), raised (1).

Forms and Transliterations
εξεγείραι εξεγείρατε εξεγείρει εξεγειρέσθωσαν εξεγείρηται εξεγείρητε εξεγειρόμενος εξεγειρομένου εξεγειρόμην εξέγειρον εξεγείροντα εξεγειρόντων εξεγείρου εξεγειρώ εξεγείρω εξεγερει ἐξεγερεῖ εξεγερθείς εξεγερθή εξεγερθήσεται εξεγερθήσομαι εξεγερθήσονται εξεγέρθητι εξεγερώ εξεγήγερται εξέδρα εξέδραι εξέδραις εξέδραν εξεδρών εξεικονισμένον εξηγειρα εξήγειρά ἐξήγειρά εξήγειρας εξήγειράς εξήγειρε εξήγειρέ εξήγειρεν εξηγείρετο εξηγέρθη εξηγέρθην εξηγέρθησαν exegeira exēgeira exḗgeirá exegerei exegereî
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1824
Top of Page
Top of Page