NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom en and kaleó Definition to call in (as a debt or demand), i.e. bring to account NASB Word Usage accused (4), accusing (1), bring a charge (1), bring charges against (1). Forms and Transliterations εγκαλεισθαι εγκαλείσθαι ἐγκαλεῖσθαι εγκαλειτωσαν εγκαλείτωσαν ἐγκαλείτωσαν εγκαλεσει εγκαλέσει ἐγκαλέσει εγκαλουμαι εγκαλούμαι ἐγκαλοῦμαι εγκαλουμένης εγκαλουμενον εγκαλούμενον ἐγκαλούμενον εγκαλών έγκαρπον έγκατα εγκατάλειμμα εγκαταλείμματα εγκαταλείμματά εγκάτοις εκκαλύπτει ενεκάλεσαν ενεκαλουν ενέκαλουν ἐνεκάλουν κατακρυβώσιν enekaloun enekáloun enkaleisthai enkaleîsthai enkaleitosan enkaleitōsan enkaleítosan enkaleítōsan enkalesei enkalései enkaloumai enkaloûmai enkaloumenon enkaloúmenonLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |