NAS Exhaustive Concordance 1457aWord Origin from egkainia Definition to renew, inaugurate NASB Word Usage inaugurated (2). 1457b Forms and Transliterations εγκαινιεί εγκαινίζεσθε εγκαινισμόν εγκαινισμός εγκαινισμού εγκαίνισον εγκαινίσωμεν εγκαίνωσις εγκεκαίνισται ἐγκεκαίνισται ενεκαίνισας ενεκαίνισε ενεκαινισεν ενεκαίνισεν ἐνεκαίνισεν ενκεκαινισται ἐνκεκαίνισται enekainisen enekaínisen enkekainistai en'kekaínistaiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |