1459. egkataleipó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from en and kataleipó
Definition
to leave behind, i.e. (in a good sense) let remain over or (in a bad sense) desert
NASB Word Usage
abandon (1), abandoned (1), deserted (2), forsake (1), forsaken (3), forsaking (1), left (1).

Forms and Transliterations
εγκαταλείπητε εγκαταλειπομενοι εγκαταλειπόμενοι ἐγκαταλειπόμενοι εγκαταλείποντας εγκαταλειποντες εγκαταλειπόντες εγκαταλείποντες ἐγκαταλείποντες εγκαταλειφθέντες εγκαταλειφθήσεται εγκαταλείψει ἐγκαταλείψεις εγκαταλείψομεν εγκαταλείψουσιν εγκαταλείψω εγκαταλελειμμέναι εγκαταλελειμμέναις εγκαταλελειμμένη εγκαταλελειμμένην εγκαταλελειμμένοι εγκαταλελειμμένον εγκαταλελειμμένους εγκαταλέλοιπα εγκαταλέλοιπε εγκαταλελοιπώς εγκαταλιμπανόντων εγκατάλιπε εγκαταλίπει εγκαταλιπείν εγκαταλίπης εγκαταλίπητε εγκαταλίποιτο εγκαταλιπόντες εγκαταλιπω εγκαταλίπω ἐγκαταλίπω εγκαταλίπωμεν εγκαταλίπωσιν εγκατελειπον ἐγκατέλειπον εγκατελείφθη ἐγκατελείφθη εγκατελείφθησαν εγκατέλιπαν εγκατελίπατε εγκατέλιπε εγκατέλιπέ εγκάτελιπε εγκατελιπεν εγκατέλιπεν ἐγκατέλιπεν εγκατελιπες εγκατέλιπες εγκατέλιπές ἐγκατέλιπες ἐγκατέλιπές εγκατελίπετε εγκατελίπετέ εγκατελίπομεν εγκατέλιπον εγκατέλιπόν ἐγκατέλιπον ενκαταλειψεις ἐνκαταλείψεις ενκατελειφθη ἐνκατελείφθη enkataleipomenoi enkataleipómenoi enkataleipontes enkataleípontes enkataleipseis en'kataleípseis enkatalipo enkatalipō enkatalípo enkatalípō enkateleiphthe enkateleiphthē en'kateleíphthe en'kateleíphthē enkatelipen enkatélipen enkatelipes enkatélipes enkatélipés enkatelipon enkatélipon
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1458
Top of Page
Top of Page