1830. exeraunaó
Strong's Exhaustive Concordance
search diligently.

From ek and ereunao; to explore (figuratively) -- search diligently.

see GREEK ek

see GREEK ereunao

Forms and Transliterations
εξερευνήσατε εξερευνησάτω εξερευνήσεις εξερευνήσης εξερευνήσω εξερευνήσωσι εξερευνώντες εξερημούντα εξερημωθήσονται εξερημών εξερημώσαι εξερημώσει εξερημώσω εξερήμωσω εξηραυνησαν ἐξηραύνησαν εξηρευνήθη εξηρεύνησαν εξηρεύνησεν εξηρημωμένας εξηρημωμένοις εξηρήμωσα εξηρήμωσε εξηρήμωται εξήρψεν exeraunesan exeraúnesan exēraunēsan exēraúnēsan
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1829
Top of Page
Top of Page