5080. tékó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from a root tak-
Definition
to melt (down), to melt away
NASB Word Usage
melt (1).

Forms and Transliterations
ετάκη ετάκην ετάκησαν ετήκετο τακείς τακείσα τακή τακήσεται τακήσονται τήκει τηκεται τήκεται τηκόμεθα τηκομένη τηκομένην τηκόμενοι τηκόμενος τήκω τηλαυγές τηλαύγημα τηλαυγής τηλαυγήσεως τήξει teketai tēketai tḗketai
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
5079
Top of Page
Top of Page