NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom anti and lambanó Definition to take instead of, take hold of NASB Word Usage given help (1), help (1), partake (1). Forms and Transliterations αντελαβετο αντελάβετο αντελάβετό ἀντελάβετο αντελαβόμην αντελαβόντο αντελάβοντο αντελάβου αντελαμβάνετο αντελαμβάνοντο αντιλαβέσθαι αντιλάβοιντό αντιλάβοιτό αντιλαβού αντιλαμβανεσθαι αντιλαμβάνεσθαι ἀντιλαμβάνεσθαι αντιλαμβάνεται αντιλαμβάνηται αντιλαμβανομενοι αντιλαμβανόμενοι ἀντιλαμβανόμενοι αντιλαμβανόμενος αντιλαμβανομένους αντιλήψεταί αντιλήψη αντιλήψομαι αντιληψόμενος αντιλήψονταί antelabeto antelábeto antilambanesthai antilambánesthai antilambanomenoi antilambanómenoiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |