NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom meteóros (buoyed up) Definition to raise on high, fig. to be in suspense NASB Word Usage worrying (1). Forms and Transliterations εμετεωρίζοντο εμετεωρίσθησαν μετέωρα μετεωρίζεσθαι μετεωριζεσθε μετεωρίζεσθε μετεωρισθής μετεωρισθήσεται μετεωρισμοί μετεωρισμούς μετέωροι μετέωρον μετέωρος μετεώρου μετεώρω μετεώρων meteorizesthe meteorízesthe meteōrizesthe meteōrízestheLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |