2733. katoikia
NAS Exhaustive Concordance
2733a

Word Origin
from katoikeó
Definition
a dwelling
NASB Word Usage
habitation (1).

2733b

Word Origin
from katoikeó
Definition
to cause to dwell
NASB Word Usage
made to dwell (1).

Forms and Transliterations
αυτούς κατοικία κατοικίαι κατοικιάις κατοικίαις κατοικίαν κατοικιας κατοικίας κατοικιεί κατοικίζει κατοικίζων κατοικίσαι κατοικισθήναι κατοικισθήσεται κατοίκισον κατοικιώ κάτοικοι κατοιόμενος κατόπισθε κατόπισθεν κατόπισθέν κατώκισα κατώκισάς κατώκισεν κατωκίσθη κατωκίσθημεν κατωκίσθησαν κατώκισθησαν κατωκίσθητε κατώκισται κατωκοδομημέναις katoikias katoikías
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2732
Top of Page
Top of Page