NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom sun and kleió Definition to shut together, i.e. enclose NASB Word Usage enclosed (1), shut (3). Forms and Transliterations συγκέκλεικε συγκεκλεικότας συγκεκλεισμένα συγκεκλεισμένας συγκεκλεισμένη συγκεκλεισμένοι συγκεκλεισμένω συγκλειόμενοι συγκλείοντα συγκλείσαι συγκλείσεις συγκλείσης συγκλεισθήσεταί συγκλεισθήσονται σύγκλεισον συγκλείων συνεκλεισαν συνέκλεισαν συνέκλεισάς συνέκλεισε συνέκλεισέ συνεκλεισεν συνέκλεισεν συνεκλείσθησαν συνκλειομενοι συνκλειόμενοι sunekleisan sunekleisen sunkleiomenoi synekleisan synékleisan synekleisen synékleisen synkleiomenoi syn'kleiómenoiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |