NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom sun and kineó Definition to move together, fig. to stir up NASB Word Usage stirred (1). Forms and Transliterations συγκλάσει συγκλασμόν συγκλάσω συγκλείσματα συγκλεισμόν συγκλεισμού συγκλεισμώ συγκλεισμών συγκλειστά συγκλειστόν συνεκινησαν συνεκίνησάν συνέκλασας συνέκλασε συνέκλασεν συνεκλάσθη sunekinesan sunekinēsan synekinesan synekinēsan synekínesán synekínēsánLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |