NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom anti and apodidómi Definition to give back as an equivalent, recompense NASB Word Usage paid back (1), render (1), repaid (1), repay (4), return (1). Forms and Transliterations ανταπεδίδοσάν ανταπέδωκα ανταπέδωκά ανταπέδωκας ανταπέδωκάς ανταπεδώκατε ανταπέδωκε ανταπέδωκέ ανταπέδωκεν ανταποδιδόντες ανταποδιδόντος ανταποδίδοται ανταποδίδοτε ανταποδίδοτέ ανταποδιδούσί ανταποδίδωσι ανταποδίδωσί ανταποδίδωσιν ανταποδοθησεται ανταποδοθήσεται ἀνταποδοθήσεται ανταπόδος ανταπόδοτε ανταποδουναι ανταποδούναι ανταποδούναί ἀνταποδοῦναι ἀνταποδοῦναί ανταποδώ ανταποδώς ανταποδώσει ανταποδώσεις ανταποδώσομεν ανταποδωσω ανταποδώσω ἀνταποδώσω ανταποδώσων antapodoso antapodōsō antapodṓso antapodṓsō antapodothesetai antapodothēsetai antapodothḗsetai antapodounai antapodoûnai antapodoûnaíLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |