NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom ana and kaluptó Definition to unveil NASB Word Usage unlifted (1), unveiled (1). Forms and Transliterations ανακαλύπτει ανακαλυπτομενον ανακαλυπτόμενον ἀνακαλυπτόμενον ανακαλύπτων ανακαλυφθήναι ανακαλυφθήσεται ανακαλύψαι ανακαλύψει ανακαλύψουσι ανακεκαλυμμένα ανακεκαλυμμένους ανακεκαλυμμενω ανακεκαλυμμένω ἀνακεκαλυμμένῳ ανεκαλύφθη ανεκάλυψα ανεκάλυψεν anakaluptomenon anakalyptomenon anakalyptómenon anakekalummeno anakekalummenō anakekalymmeno anakekalymmenō anakekalymménoi anakekalymménōiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |