NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom anakainoó Definition renewal NASB Word Usage renewing (2). Forms and Transliterations ανακαινωσει ανακαινώσει ἀνακαινώσει ανακαινωσεως ανακαινώσεως ἀνακαινώσεως ανακαλείν ανακαλεσάμενος ανακέκληκεν ανακέκλημαι ανακληθέντας ανεκάλεσε anakainosei anakainōsei anakainṓsei anakainoseos anakainōseōs anakainṓseos anakainṓseōsLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |