NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom kata and Pontos (in its ordinary use) Definition to throw into the sea NASB Word Usage drowned (1), sink (1). Forms and Transliterations καταποντιζεσθαι καταποντίζεσθαι καταποντιούσιν καταποντισάτω καταποντισθη καταποντισθή καταποντισθῇ καταποντισμού καταπόντισον καταπραύνει καταπραύνεις καταπραύνης καταπτήσσει κατάπτωμα κατεπόντισε κατεπόντισέ κατεπόντισεν κατεπρονόμευσαν κατέπτηκε κατέπτησον katapontisthe katapontisthē katapontisthêi katapontisthē̂i katapontizesthai katapontízesthaiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |