NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom kata and kaluptó Definition to cover up NASB Word Usage cover (2), covered (1). Forms and Transliterations καλυπτεσθαι κατακαλυπτεσθαι κατακαλύπτεσθαι κατακαλυπτεσθω κατακαλυπτέσθω κατακαλυπτεται κατακαλύπτεται κατακαλύπτον κατακαλύψαι κατακαλύψει κατακαλύψεις κατακαλύψομαι κατακαλύψουσιν κατακαλύψω κατάκαρπος κατάκαρπως κατακάρπωσιν κατάκαυμα κατακαύματι κατακαύματος κατακαύματός κατεκάλυπτον κατεκαλύφθη κατεκαλύψατο κατεκάλυψε κατεκάλυψέν κατεκάμφθην κατέκαμψαν katakaluptesthai katakaluptestho katakaluptesthō katakaluptetai katakalyptesthai katakalýptesthai katakalyptestho katakalyptesthō katakalyptéstho katakalyptésthō katakalyptetai katakalýptetaiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |