1911. epiballó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from epi and balló
Definition
to throw over, to throw oneself
NASB Word Usage
breaking over (1), falls (1), laid (8), lay (2), put (2), puts (2), putting (1).

Forms and Transliterations
επέβαλε επεβαλεν επέβαλεν ἐπέβαλεν επεβαλλεν επέβαλλεν ἐπέβαλλεν επεβαλον επέβαλον ἐπέβαλον επεβάλοντο επεβλήθη επίβαλε επιβαλεί επιβαλειν επιβαλείν ἐπιβαλεῖν επιβαλείς επιβαλείτε επιβάλη επιβάλης επιβάλητε επίβαλλε επιβαλλει επιβάλλει ἐπιβάλλει επιβάλλετε επιβαλλον επιβάλλον ἐπιβάλλον επιβαλλουσιν ἐπιβάλλουσιν επιβαλουσιν επιβαλούσιν ἐπιβαλοῦσιν επιβαλω επιβαλώ επιβάλω ἐπιβάλω επιβαλων επιβαλών ἐπιβαλὼν επιβάλωσι επιβάλωσιν επιβέβληκας επιβληθή επιβληθήσεται epebalen epébalen epeballen epéballen epebalon epébalon epibalein epibaleîn epiballei epibállei epiballon epibállon epiballousin epibállousin epibalo epibalō epibálo epibálō epibalon epibalōn epibalṑn epibalousin epibaloûsin
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1910
Top of Page
Top of Page