NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom epi and balló Definition to throw over, to throw oneself NASB Word Usage breaking over (1), falls (1), laid (8), lay (2), put (2), puts (2), putting (1). Forms and Transliterations επέβαλε επεβαλεν επέβαλεν ἐπέβαλεν επεβαλλεν επέβαλλεν ἐπέβαλλεν επεβαλον επέβαλον ἐπέβαλον επεβάλοντο επεβλήθη επίβαλε επιβαλεί επιβαλειν επιβαλείν ἐπιβαλεῖν επιβαλείς επιβαλείτε επιβάλη επιβάλης επιβάλητε επίβαλλε επιβαλλει επιβάλλει ἐπιβάλλει επιβάλλετε επιβαλλον επιβάλλον ἐπιβάλλον επιβαλλουσιν ἐπιβάλλουσιν επιβαλουσιν επιβαλούσιν ἐπιβαλοῦσιν επιβαλω επιβαλώ επιβάλω ἐπιβάλω επιβαλων επιβαλών ἐπιβαλὼν επιβάλωσι επιβάλωσιν επιβέβληκας επιβληθή επιβληθήσεται epebalen epébalen epeballen epéballen epebalon epébalon epibalein epibaleîn epiballei epibállei epiballon epibállon epiballousin epibállousin epibalo epibalō epibálo epibálō epibalon epibalōn epibalṑn epibalousin epibaloûsinLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |