1910. epibainó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from epi and the same as basis
Definition
to go aboard, to go up to
NASB Word Usage
arrived (1), embarking (1), mounted (1), set foot (2), went aboard (1).

Forms and Transliterations
επέβαινες επέβη επέβημεν επεβην επέβην ἐπέβην επέβης επέβησαν επέβητέ επιβαίνει επιβαινειν επιβαίνειν ἐπιβαίνειν επιβαίνοντες επιβαίνουσιν επιβαίνω επιβαίνων επιβαντες επιβάντες ἐπιβάντες επιβας επιβάς ἐπιβὰς επιβεβήκει επιβεβηκότες επιβεβηκότι επιβεβηκυία επιβεβηκυίης επιβεβηκως επιβεβηκώς ἐπιβεβηκὼς επιβή επίβηθι επιβήναι επιβήσεται επιβήση επιβήσομαι επιβήσονται επιβήτε επίβητε επιβώ epeben epebēn epében epébēn epibainein epibaínein epibantes epibántes epibas epibàs epibebekos epibebekṑs epibebēkōs epibebēkṑs
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1909
Top of Page
Top of Page